-
1 ήλιος
ο1) прям., перен. солнце;τεχνητός ήλιος — горное солнце;
ανατολή (δύση) τού ηλίου восход (закат) солнца;η εκλειψη (τού) ηλίου затмение солнца;ο ήλιος της αλήθειας — солнце правды;
βγαίνω (ζεσταίνομαι) στον -о выходить (греться) на солнце;με μαύρισε ο ήλιος — я загорел;
τό δωμάτιο μου το βλέπει ( — или τό χτυπάει) ο ήλιος όλη την ημέρα — в моей комнате весь день солнце;
2) подсолнух;3) красавец, красавица;§ μή μού πιάνεις τον ήλιο — не заслоняй мне солнце;
η χώρα τού 'Ανατέλλοντος Ηλίου страна восходящего солнца (о Японии);με τον ήλιο — когда светит солнце, после восхода, до заката;
υπό τον -ον в этом мире, на этом свете;δεν έχω θέσιν υπό τον ήλιος ον — или δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным; — не иметь места под солнцем;
άϊ στον ήλιο — или πίσω από τον ήλιο! — или κατά -ου κώλο! κ — дьяволу!, к чёрту!;
θα πάω εκεί πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί — я уеду на
край света, я готов уехать к чёрту на рога;ήλιος με δόντια — холодное, не согревающее солнце;
άναψε του το λύχνο να δει τον ήλιο — посл, глаза как плошки, а Не видят ни крошки
См. также в других словарях:
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek